Φλογερός πατριώτης, που γεννήθηκε το 1830 στο Μουρί Σφακίων. Μοναδικό του όνειρο ήταν η απελευθέρωση της Κρήτης από τον τουρκικό ζυγό και αγωνίστηκε με πείσμα γιά την υλοποίησή του, επί μισόν αιώνα. Πολέμησε με το τουφέκι τον εχθρό, με την πένα του συνήγειρε προσωπικότητες του εξωτερικού υπέρ της Κρήτης, ενώ με τις πύρινες ομιλίες του μετέτρεπε τον απλό λαό σε φανατικούς επαναστάτες. Ενδιαφέρθηκε επίσης έντονα γιά την πνευματική άνοδο της επαρχίας της καταγωγής του, με την εξασφάλιση οικονομικών πόρων γιά την ανοικοδόμηση σχολείων σε χωριά μας.
Μόνασε στη Μονή Γωνιάς Κισάμου. Εργάστηκε πυρετωδώς γιά την προετοιμασία της Μεγάλης εξέγερσης του 1866. Ύψωσε τη σημαία τη επανάστασης αυτής και όρκισε τους πολεμιστές – βλέπε έγγραφο με ημερομηνία 1.2.1869 της Γενικής Συνελεύσεως Κρητών, στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης. Η ίδια απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως τον χαρακτηρίζει Πρωτουργό του λαμπρού εκείνου Παγκρήτιου ξεσηκωμού. Στη συνέχεια και σε όλη τη διάρκεια του τρίχρονου αγώνα, ήταν πληρεξούσιος της επαρχίας Σφακίων στην παραπάνω Γενική Συνέλευση Κρητών.Μετά τον τερματισμό της εθνικής αυτής προσπάθειας, συνελήφθη γιά τη δράση του από τις τουρκικές Αρχές κατοχής. Δραπέτευσε, όμως, στο εξωτερικό (Ιταλία), όπου υπηρέτησε ως εφημέριος ελληνικών ορθόδοξων εκκλησιών. Από εκεί, συνήγειρε τη διεθνή κοινή γνώμη υπέρ της Κρήτης.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία συνέβησαν δύο γεγονότα, τα οποία σκιαγραφούν το χαρακτήρα του :Α. Η Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης τον εξέλεξε Επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου. Είναι η μοναδική περίπτωση ιερωμένου, ο οποίος εκλέχθηκε Επίσκοπος και δεν αποδέχθηκε τη μεγάλη τιμή. Απάντησε ότι : «Ευρισκόμενος στις πρωτεύουσες της Ευρώπης, θα προσφέρω περισσότερα στο πρόβλημα απελευθέρωσης της Κρήτης, παρά όσα καθήμενος σε επισκοπικό θρόνο».Β. Μιά Ιταλίδα ηλικιωμένη, η Λουκία Κροβάτσι, χήρα του Έλληνα ερευνητή ιστορικών εγγράφων Σπ. Ζαμπελίου, θαύμασε τον πατριωτισμό και την εντιμότητα του κληρικού. Του ζήτησε να διαχειριστεί τη μεγάλη περιουσία της. Ο Αρχιμανδρίτης, αντί να επιδιώξει να επωφεληθεί οικονομικά, της συνέστησε και τελικά την έπεισε να αφήσει με διαθήκη την περιουσία της στην επαρχία Σφακίων, με την εντολή να κτιστούν σχολειά σε όλα τα χωριά και να πληρώνονται από τους τόκους των υπολοίπων χρημάτων οι δάσκαλοι.
Για την ενέργειά του αυτή, ο ιστορικός της επαρχίας μας Επίσκοπος Παπαδοπετράκης χαρακτηρίζει τον κληρικό στην «Ιστορία των Σφακίων» (σελ. 32) ως «Ευεργέτη της πατρίδας» και προσδιορίζει τη δωρεά σε 200 χιλιάδες χρυσά φράγκα.Τελικά τα χρήματα αυτά συγχωνεύθηκαν με τα περισσότερα του Μεγάλου Ευεργέτη των Σφακίων, του Γεωργίου Ξενουδάκη, τα οποία είχαν αφεθεί γιά τον ίδιο ακριβώς σκοπό.Την πολιτική αλληλογραφία του Παρθενίου εξέδωσε σε τόμο το 1930 ο δικηγόρος Σταύρος Κελαϊδής. Το έτος 2000 «ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος μελών οικογενείας Κελαϊδή», μετά από πρόταση του Αντιπροέδρου Μανώλη Κελαϊδή, επανεξέδωσε το βιβλίο εκείνο, 300 συνολικά σελίδων. Με φροντίδα του ίδιου Συλλόγου, προτομές του Παρθενίου τοποθετήθηκαν σε Χανιά και Χώρα Σφακίων. Οι Δήμοι Χανίων και Ηρακλείου τον έχουν τιμήσει, δίδοντας το όνομά του σε οδούς των πόλεών τους.Γιά τις παραπάνω προτομές, βλέπε ιδιαίτερη καταγραφή σε αυτή την ιστοσελίδα.